Το Μαχαγκόννυ της Μεταπολίτευσης
Το Μαχαγκόννυ είναι μια «πόλη-πλεκτάνη», που ιδρύθηκε για όσους αναζητούν την καλοπέραση σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Μια πόλη του χρήματος, των απολαύσεων, όπου «όλα είναι επιτρεπτά». Το Μαχαγκόννυ αναπτύσσεται ραγδαία προσελκύοντας πολλούς δυσαρεστημένους από άλλες περιοχές, στις οποίες επικρατούν ταραχές και διχασμός. Κάποια στιγμή το Μαχαγκόννυ, όπως όλες οι επιχειρήσεις, περνάει κρίση. Οι τιμές πέφτουν και πολλοί το εγκαταλείπουν. Ενας τυφώνας το απειλεί και την τελευταία νύχτα,
πριν από το επερχόμενο τέλος, οι κάτοικοι, καταργώντας κάθε απαγόρευση, επιδίδονται σε καταστροφές. Ομως, εν τέλει, η πόλη σώζεται, γιατί ο κυκλώνας αλλάζει πορεία. Τι σημαίνει, όμως, «σώζεται». Σταματάει ο κατήφορος; Τι γίνεται με όσους παρανομούν; Τιμωρούνται, όταν, για παράδειγμα, ο Τόμυ Χίγκινς, κατηγορούμενος για φόνο, αθωώνεται επειδή δωροδόκησε το δικαστήριο; Και ο Τζιμ Μαχόνυ, μέλος κι αυτός του διεφθαρμένου συστήματος, από μια σειρά (δήθεν) αδικημάτων καταδικάζεται σε θάνατο «για έλλειψη χρημάτων, το πιο μεγάλο έγκλημα που απαντάται στον πλανήτη». Ο Τζιμ, λίγο πριν εκτελεστεί, ομολογεί: «Τώρα τα βλέπω όλα καθαρά… Ημουν εγώ που είπα: καθένας πρέπει να κόψει, μ’ όποιο μαχαίρι βρει, ένα κομμάτι απ’ το ψαχνό. Ομως το ψαχνό ήταν σάπιο. Η χαρά που αγόραζα δεν ήταν χαρά κι η ελευθερία που τα λεφτά μού ’διναν δεν ήταν ελευθερία…».
Η πολυμελής χορωδία τραγουδά: «Γιατί όπως στρώσει κανείς, έτσι θα κοιμηθεί/ Να τον σκεπάσει κανείς δε θα ’ρθεί/ Κι αν πέφτει κλωτσιά, αυτή τη δίνω εγώ/ Κι αν κάποιος την τρώει, αυτός είσ’ εσύ».
Αφιερώνουμε τους στίχους στα 15 παραρτήματα του ΙΚΑ που προκάλεσαν 300 εκατ. ζημιά στο Δημόσιο, στους υγιείς που έπαιρναν συντάξεις και επιδόματα ως αναξιοπαθούντες αλλά και σε όσους μεγαλόσχημους πλούτισαν με μίζες παντός τύπου, σε όλους, γενικώς, τους συνδημιουργούς και «πελάτες» -ο κατάλογος ατέλειωτος και συνεχώς εμπλουτίζεται- του φαύλου μεταπολιτευτικού συστήματος που τους εξέθρεψε και τους προσέφερε απόλυτη ασυλία. Σε όσους έφαγαν και εξακολουθούν να τρώνε από το «ψαχνό», εξοικειωμένοι με το «σάπιο».
ΥΓ.: Η φανταστική πόλη, που εμπνεύστηκαν ο Κουρτ Βάιλ και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1930, ξαναστήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αυτές τις ημέρες, από το Teatro Real της Μαδρίτης (σε μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου). Οι Ισπανοί παρουσιάζουν μια πόλη σαν μια τεράστια χωματερή, με κατοίκους που έχουν μετατραπεί κι αυτοί σε ανθρώπινα σκουπίδια.
Το Μαχαγκόννυ είναι μια «πόλη-πλεκτάνη», που ιδρύθηκε για όσους αναζητούν την καλοπέραση σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Μια πόλη του χρήματος, των απολαύσεων, όπου «όλα είναι επιτρεπτά». Το Μαχαγκόννυ αναπτύσσεται ραγδαία προσελκύοντας πολλούς δυσαρεστημένους από άλλες περιοχές, στις οποίες επικρατούν ταραχές και διχασμός. Κάποια στιγμή το Μαχαγκόννυ, όπως όλες οι επιχειρήσεις, περνάει κρίση. Οι τιμές πέφτουν και πολλοί το εγκαταλείπουν. Ενας τυφώνας το απειλεί και την τελευταία νύχτα,
πριν από το επερχόμενο τέλος, οι κάτοικοι, καταργώντας κάθε απαγόρευση, επιδίδονται σε καταστροφές. Ομως, εν τέλει, η πόλη σώζεται, γιατί ο κυκλώνας αλλάζει πορεία. Τι σημαίνει, όμως, «σώζεται». Σταματάει ο κατήφορος; Τι γίνεται με όσους παρανομούν; Τιμωρούνται, όταν, για παράδειγμα, ο Τόμυ Χίγκινς, κατηγορούμενος για φόνο, αθωώνεται επειδή δωροδόκησε το δικαστήριο; Και ο Τζιμ Μαχόνυ, μέλος κι αυτός του διεφθαρμένου συστήματος, από μια σειρά (δήθεν) αδικημάτων καταδικάζεται σε θάνατο «για έλλειψη χρημάτων, το πιο μεγάλο έγκλημα που απαντάται στον πλανήτη». Ο Τζιμ, λίγο πριν εκτελεστεί, ομολογεί: «Τώρα τα βλέπω όλα καθαρά… Ημουν εγώ που είπα: καθένας πρέπει να κόψει, μ’ όποιο μαχαίρι βρει, ένα κομμάτι απ’ το ψαχνό. Ομως το ψαχνό ήταν σάπιο. Η χαρά που αγόραζα δεν ήταν χαρά κι η ελευθερία που τα λεφτά μού ’διναν δεν ήταν ελευθερία…».
Η πολυμελής χορωδία τραγουδά: «Γιατί όπως στρώσει κανείς, έτσι θα κοιμηθεί/ Να τον σκεπάσει κανείς δε θα ’ρθεί/ Κι αν πέφτει κλωτσιά, αυτή τη δίνω εγώ/ Κι αν κάποιος την τρώει, αυτός είσ’ εσύ».
Αφιερώνουμε τους στίχους στα 15 παραρτήματα του ΙΚΑ που προκάλεσαν 300 εκατ. ζημιά στο Δημόσιο, στους υγιείς που έπαιρναν συντάξεις και επιδόματα ως αναξιοπαθούντες αλλά και σε όσους μεγαλόσχημους πλούτισαν με μίζες παντός τύπου, σε όλους, γενικώς, τους συνδημιουργούς και «πελάτες» -ο κατάλογος ατέλειωτος και συνεχώς εμπλουτίζεται- του φαύλου μεταπολιτευτικού συστήματος που τους εξέθρεψε και τους προσέφερε απόλυτη ασυλία. Σε όσους έφαγαν και εξακολουθούν να τρώνε από το «ψαχνό», εξοικειωμένοι με το «σάπιο».
ΥΓ.: Η φανταστική πόλη, που εμπνεύστηκαν ο Κουρτ Βάιλ και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1930, ξαναστήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αυτές τις ημέρες, από το Teatro Real της Μαδρίτης (σε μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου). Οι Ισπανοί παρουσιάζουν μια πόλη σαν μια τεράστια χωματερή, με κατοίκους που έχουν μετατραπεί κι αυτοί σε ανθρώπινα σκουπίδια.
Tης Mαριας Kατσουνακη kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου