Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Άλλη μια νωχελική χειμωνιάτικη μέρα

Η πασίγνωστη ιστορία με το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ
Ένας φίλος έλαβε από το χρηματιστή του ένα email, με το οποίο του περιέγραφε μία επικαιροποιημένη εκδοχή της γνωστής ιστορίας των 100 ευρώ.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ EMAIL ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗ

    «Είναι άλλη μια νωχελική χειμωνιάτικη μέρα σε ένα μικρό ελληνικό χωριό. Η βροχή είναι δυνατή και οι δρόμοι είναι έρημοι. Οι καιροί είναι δύσκολοι, όλοι είναι πνιγμένοι στα χρέη και όλοι ζουν με πίστωση. Εκείνη όμως τη συγκεκριμένη μέρα ένας πλούσιος

Γερμανός τουρίστας τυχαίνει να περάσει με το αυτοκίνητό του μέσα από το χωριό και να αναζητήσει κατάλυμα για τη νύχτα. Σταματά στο ξενοδοχείο του χωριού, μπαίνει μέσα, πηγαίνει στη ρεσεψιόν και ακουμπάει ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ πάνω στον πάγκο, λέγοντας στον ξενοδόχο ότι θέλει να δει τα δωμάτια του ξενοδοχείου, που είναι στους επάνω ορόφους, ώστε να  αποφασίσει αν κάποιο του κάνει για να διανυκτερεύσει. Ο ξενοδόχος του δίνει τα κλειδιά των δωματίων και ο επισκέπτης ανεβαίνει για να τα επιθεωρήσει. Τότε ο ξενοδόχος αρπάζει το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ και πετάγεται απέναντι για να πληρώσει το χρέος του στο χασάπη. Ο χασάπης, με τη σειρά του, παίρνει το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ και κατηφορίζει το δρόμο μέχρι το χοιροστάσιο για να ξεπληρώσει το χρέος του στον κτηνοτρόφο. Ο κτηνοτρόφος παίρνει το κατοστάρικο και τρέχει να ξεπληρώσει το ιδιοκτήτη του τοπικού βενζινάδικου, ο οποίος τον προμηθεύει με καύσιμα και του φέρνει και τις ζωοτροφές από την πόλη. Ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου παίρνει το εκατό-ευρω και τρέχει με τη σειρά του στο τοπικό «σκυλάδικο» για να ξεπληρώσει το λογαριασμό που έχει αφήσει απλήρωτο. Ο ιδιοκτήτης του κέντρου με το που παίρνει το κατοστάρικο το δίνει σε μια ξανθιά κυρία που κάθεται στο μπαρ και η οποία ασκεί το λεγόμενο «αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου». Οι καιροί, είπαμε, είναι δύσκολοι, οπότε κι αυτή αναγκαζόταν να προσφέρει τις «υπηρεσίες» της στον ιδιοκτήτη του μπαρ με πίστωση. Στη συνέχεια, η πόρνη παίρνει το χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ και τρέχει στο ξενοδοχείο στην πλατεία, από όπου ξεκίνησε η ιστορία μας, για να ξεχρεώσει το λογαριασμό του δωματίου που συνήθως νοικιάζει εκεί όταν προσφέρει τις «υπηρεσίες» της. Ο ξενοδόχος παίρνει το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ πανευτυχής, το ξαναβάζει στο γκισέ και είναι σίγουρος ότι ο πλούσιος ταξιδιώτης, που επιθεωρεί ακόμα τα δωμάτια, δεν πρόκειται να καταλάβει τίποτε. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο ταξιδιώτης κατεβαίνοντας τις σκάλες, πηγαίνει στον πάγκο, παίρνει το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ από το γκισέ, λέει στον ξενοδόχο ότι δε βρήκε κανένα δωμάτιο που να τον ικανοποιεί, βάζει τα λεφτά στην τσέπη και φεύγει από το χωριό.
    Στην ιστορία αυτή κανένας δεν παρήγαγε απολύτως τίποτα. Κανένας, επίσης, δεν κέρδισε απολύτως τίποτα. Ωστόσο, ολόκληρο το χωριό βρέθηκε να έχει ξεχρεώσει και να ατενίζει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία. Αυτός, Κυρίες και Κύριοι, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα πακέτα διάσωσης.»

ΔΕΙΤΕ ΤΩΡΑ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ


    «Αγαπητέ ΧΧΧΧ,
    Αποφάσισα να διορθώσω λίγο το κείμενο του email που στέλνεις σχετικά με τα πακέτα διάσωσης, ώστε να γίνει πολύ πιο αποδοτικό για τους πελάτες σου. Δες, σε παρακαλώ, παρακάτω:

    Είναι άλλη μια νωχελική χειμωνιάτικη μέρα σε ένα μικρό ελληνικό χωριό. Η βροχή είναι δυνατή και οι δρόμοι είναι έρημοι. Οι καιροί είναι δύσκολοι, όλοι είναι πνιγμένοι στα χρέη και όλοι ζουν με πίστωση. Εκείνη όμως τη συγκεκριμένη μέρα ένας πλούσιος Γερμανός τουρίστας τυχαίνει να περάσει με το αυτοκίνητό του μέσα από το χωριό και να αναζητήσει κατάλυμα για τη νύχτα. Σταματά στο ξενοδοχείο του χωριού, μπαίνει μέσα, πηγαίνει στη ρεσεψιόν και ακουμπάει ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ πάνω στον πάγκο, λέγοντας στον ξενοδόχο ότι θέλει να δει τα δωμάτια του ξενοδοχείου, που είναι στους επάνω ορόφους, ώστε να  αποφασίσει αν κάποιο του κάνει για να διανυκτερεύσει. Ο ξενοδόχος αρχικά σκέφτεται ότι θα μπορούσε να του ρίξει μια γερή, να τον αφήσει στον τόπο και να τον πετάξει κάπου, αλλά τελικά αποφασίζει να του δώσει τα κλειδιά των δωματίων, οπότε ο επισκέπτης ανεβαίνει επάνω για να τα επιθεωρήσει. Τότε αρπάζει το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ και το βάζει στην τσέπη του. Βλέπετε ο ξενοδόχος χρωστάει στο τοπικό υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς, που είναι λίγο παρακάτω, 100.000 ευρώ και πρέπει να πληρώσει τη δόση του, αν και δεν είναι και τόσο διατεθειμένος να ξεπληρώσει ολόκληρο το ποσό, αφού το συμβόλαιο του δανείου της επιχείρησής του έχει διάρκεια αποπληρωμής που είναι πολλά πολλά χρόνια. Η ίδια τράπεζα έχει δώσει, επίσης, δάνειο 10.000 ευρώ στην επιχείρηση του χασάπη, 50.000 ευρώ στον κτηνοτρόφο με το χοιροστάσιο, 75.000 ευρώ στο βενζινάδικο, ενώ και η ίδια χρωστάει 100.000 ευρώ στο τοπικό υποκατάστημα της Eurobank που με τη σειρά του έχει απαιτήσεις δανειακών δόσεων από τον ιδιοκτήτη του «σκυλάδικου» και από την πόρνη, οι οποίοι είχαν δανειστεί για να αγοράσουν σπίτια, αλλά και πολλά άλλα καταναλωτικά είδη.
Ο ταξιδιώτης, λοιπόν, κατεβαίνει από τις σκάλες, λέει στον ξενοδόχο ότι δεν βρήκε ικανοποιητικά τα δωμάτια και ζητά να πάρει πίσω το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ. Φυσικά ο Έλληνας ξενοδόχος του απαντά: «Ποιο χαρτονόμισμα των 100 ευρώ?». Ο Γερμανός τον απειλεί ότι θα καλέσει την αστυνομία. Ο ξενοδόχος του απαντά: «Κατηφόρισε λίγο το δρόμο και θα βρεις το αστυνομικό τμήμα. Μπες μέσα και ζήτα τον αδερφό μου που είναι υπαστυνόμος. Θα σε βοηθήσει σε ότι θες.». Ο Γερμανός φοβερά εκνευρισμένος εγκαταλείπει το ξενοδοχείο μέσα στη νύχτα, φτωχότερος κατά 100 ευρώ. Στην ιστορία αυτή κανένας δεν παρήγαγε απολύτως τίποτα. Κανένας, επίσης, δεν κέρδισε απολύτως τίποτα. Έτσι, ολόκληρο το χωριό αν και συνεχίζει να είναι βυθισμένο στο χρέος, εντούτοις ατενίζει το μέλλον με πολύ περισσότερη αισιοδοξία γιατί αρχίζει να πιστεύει ότι τελικά οι Γερμανοί μπορεί να είναι πράγματι τόσο ευκολόπιστοι.
Αυτός, Κυρίες και Κύριοι, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα πακέτα διάσωσης.»



Η πρώτη έχει να κάνει με την κλασική ιστορία του χαρτονομίσματος των 100 ευρώ που περιέγραψε στο email του ο χρηματιστής. Όλος αυτός ο ιδανικός κύκλος του χρέους, που αμελεί την ύπαρξη των τραπεζών, έχει άλλη μία κρυφή παραδοχή: ότι όλες οι δοσοληψίες γίνονται χωρίς απόδειξη. Αν οι δοσοληψίες γίνονταν νομότυπα με απόδειξη και φόρους, τότε θα χρειαζόταν να υπήρχε άλλο ενάμιση κατοστάρικο, που θα πήγαινε στο κράτος κι αυτό για έναν κύκλο με 6 μόνο δοσοληψίες. Σε ένα πραγματικό κύκλο χιλιάδων νομότυπων δοσοληψιών ωφελούνται μόνον οι πρώτοι που θα διακινήσουν το χρήμα, ενώ το κράτος θα εισπράξει τελικά το συνολικό ποσό. Φυσικά, οι τελευταίοι της αλυσίδας δεν έχουν κανέναν άλλο λόγο, πέραν του εκφοβισμού, για να συμπεριφερθούν νομότυπα, αφού εντέλει το ποσό που φτάνει στα χέρια τους είναι αμελητέο και πιθανώς να αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή του.

Η δεύτερη έχει να κάνει με τη γενίκευση της τροποποιημένης ιστορίας στο επίπεδο τόσο του δημοσίου χρέους, όσο και του τραπεζικού χρέους. Το κράτος με το πακέτο διάσωσης ξεπληρώνει τις τράπεζες δανειστές, οι οποίες με τη σειρά τους θα πρέπει να ξεπληρώσουν άλλες τράπεζες. Όμως κάπου εκεί θυμούνται, ακριβώς όπως ο ξενοδόχος στην ιστορία μας, ότι έχουν ένα πολύ μεγάλο χρέος στην ΕΚΤ (δηλαδή στην τράπεζα των τραπεζών) και μάλιστα με επιτόκιο 1,25% που τρέχει, οπότε κάπως έτσι σταματάει και ο κύκλος τόσο του διατραπεζικού δανεισμού, όσο και του δανεισμού προς τα κράτη. Φυσικά, όταν ο Γερμανός ζητήσει πίσω το κατοστάρικό του, τότε το κράτος θα ισχυριστεί ότι το έδωσε στις τράπεζες (“ποιο κατοστάρικο?”) και οι τράπεζες θα πουν ότι αυτά τα χρήματα τους τα χρώσταγε το κράτος (οπότε και πάλι “ποιο κατοστάρικο?”)…
Επίσης, όταν η ΕΚΤ δώσει απευθείας το κατοστάρικο στις φτωχο-τράπεζες, τότε και πάλι όπως ο ξενοδόχος, θα προτιμήσουν να το βάλουν στην τσέπη για να πληρώσουν τη δόση τους στην ΕΚΤ και να συνεχίσουν να δανείζονται, παρά να το δανείσουν κάπου αλλού θέτοντας σε αμφιβολία τη συμπεριφορά τους απέναντι στην ΕΚΤ.

Πηγή 1           Πηγή 2

Δεν υπάρχουν σχόλια: